φλαμέγκο — το άκλ. (λ. ισπαν.), λαϊκή μουσική, χορός και τραγούδι της Ανδαλουσίας στην Ισπανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμένκα — η, Ν βλ. φλαμέγκο … Dictionary of Greek
φλαμένκο — το, Ν βλ. φλαμέγκο … Dictionary of Greek